- σαράβαλο
- τοό,τι έχει φθαρεί και διαλυθεί: Το ποδήλατό του έγινε σαράβαλο.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
σαράβαλο — το, Ν 1. καθετί που βρίσκεται σε κακή κατάσταση, καθετί το παλιό, το άχρηστο ή φθαρμένο, ερείπιο («το αυτοκίνητό του είναι σκέτο σαράβαλο») 2. μτφ. (για πρόσ.) α) πολύ καταβεβλημένο, ιδίως ηλικιωμένο, άτομο, ραμολί, χούφταλο β) τελείως… … Dictionary of Greek
σαραβαλιάζω — Ν [σαράβαλο] 1. (μτβ.) καθιστώ κάτι ή κάποιον σαράβαλο, εξαρθρώνω, ξεχαρβαλώνω κάτι ή αχρηστεύω κάποιον (α. «έτσι όπως κάθησε, σαραβάλιασε την καρέκλα» β. «μού έδωσε τόσο που μέ σαραβάλιασε») 2. μέσ. σαραβαλιάζομαι (για πράγμ.) υφίσταμαι μεγάλες… … Dictionary of Greek
σαραβαλιάζω — σαραβάλιασα, σαραβαλιάστηκα, σαραβαλιασμένος 1. μτβ., κάνω κάτι σαράβαλο, διαλύω, ξεχαρβαλώνω: Το σαραβάλιασε κιόλας το αυτοκίνητο. 2. αμτβ., γίνομαι σαράβαλο: Αυτοκίνητο σαραβαλιασμένο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
σαραβάλιασμα — το, Ν [σαραβαλιάζω] 1. το να γίνεται κάτι σαράβαλο 2. η κατάσταση τού σαραβαλιασμένου … Dictionary of Greek
σαραβαλάκι — το, Ν [σαράβαλο] υποκορ. μικρό παλαιό όχημα που δεν λειτουργεί καλά … Dictionary of Greek
χάρβαλο — το, Ν 1. ρημάδι, σαράβαλο, χάλασμα 2. μτφ. (για πρόσ.) άτομο καταβεβλημένο από τα γηρατειά ή από νόσο, ερείπιο. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ., κατά μία άποψη, έχει προέλθει από το επίθ. χαλαρός, μέσω ενός αμάρτυρου παρλλ. τ. *χαλαβρός (> χάλαβρο), με μετάθεση … Dictionary of Greek
ερείπιο — το 1. καθετί το καταστραμένο, αλλ. χάλασμα, ρημάδι, σαράβαλο. 2. στον πληθ., ερείπια λείψανα, απομεινάρια καταστραμμένου κτίσματος. 3. μτφ., για άνθρωπο, ο εξαντλημένος ψυχικά ή σωματικά: Έγινε ερείπιο από την αρρώστια … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
σακαράκα — η (λ. ιταλ.) 1. παλιό αυτοκίνητο, σαράβαλο: Δεν ταξιδεύω μ αυτή τη σακαράκα. 2. γενικά πράγμα παλιό και άχρηστο. 3. παλιό και άχρηστο σπαθί … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)